- ἀπήχθησαν
- не верю
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀπήχθησαν — ἀπάγω lead away aor ind pass 3rd pl (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
отъвестисѧ — ОТЪВЕ|СТИСѦ2 (2*), ДОУСѦ, ДЕТЬСѦ гл. Быть уведенным: жидове ѹбо ѿведошасѧ въ вавило(н) плѣнени. (ἀπήχϑησαν) ГБ к. XIV, 77в; | образн. О смерти: Его же б҃ъ любитъ то за ѹна ѿведетьсѧ жизни се˫а. (ἀποϑνήσκει) Мен н. XV, 186 об … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
βοριάς — I (17ος αι.). Ιερέας από την Κρήτη, που αναφέρεται συχνά σε δημοτικά τραγούδια του νησιού. Ζούσε στο Ρέθυμνο στα χρόνια της άλωσής του από τους Τούρκους. Οι τρεις του κόρες απήχθησαν από τον Χουσεΐν πασά και στάλθηκαν σε χαρέμια. «Την μια επήρε ο … Dictionary of Greek
απάγομαι — απάγομαι, (απήχθη απήχθησαν) βλ. πίν. 136 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής